- σιγουράρισμα
- το, -ατοςεξασφάλιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιγουράρισμα — το, Ν [σιγουραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουράρω, η επίτευξη ασφάλειας ή βεβαιότητας, σιγούρεμα 2. ναυτ. χαμήλωμα, χαλάρωμα τών πανιών ή των σχοινιών τού πλοίου … Dictionary of Greek
εξασφάλιση — η 1. η πλήρης ασφάλιση, η κατοχύρωση, το σιγουράρισμα. 2. εγγύηση που δίνεται για εξασφάλιση, για κατοχύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)